δικρότοισι

δικρότοισι
δίκροτος
double-beating
masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίκροτος — η, ο (Α δίκροτος, ον) φρ. «δίκροτος, σφυγμός» ο σφυγμός που χτυπάει δύο φορές σε κάθε συστολή νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίκροτο πολεμικό ιστιοφόρο (17ος 19ος αιώνας) με τα πυροβόλα του τοποθετημένα σε δύο πυροβολεία αρχ. 1. φρ. «δικρότοισι… …   Dictionary of Greek

  • ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”